- ἐσχάρια
- ἐσχάριονpan of coalsneut nom/voc/acc plἐσχάριοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεξαμενή — Χτιστή αποθήκη, συχνά υπόγεια, όπου περισυλλέγεται και διατηρείται το βρόχινο νερό που προέρχεται από συλλεκτήριες επιφάνειες, όπως στέγες, πλακοστρωμένες αυλές κλπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στους τόπους όπου η υδροληψία με άλλες μεθόδους είναι… … Dictionary of Greek
εσχαρώνω — (Α ἐσχαρῶ, όω) [εσχάρα] 1. (για αλοιφές) σχηματίζω εσχάρα, κν, κακάδι, σε έλκος ή τραύμα, τό επουλώνω 2. παθ. εσχαρούμαι (για έλκη ή πληγές) επουλώνομαι, αποκτώ εσχάρα, κλείνω νεοελλ. αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω… … Dictionary of Greek
σκαρώνω — και εσχαρώνω Ν [σκαρί / εσχάριο] 1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά 2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο 3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» επινόησαν κάτι σε βάρος… … Dictionary of Greek